- ὀλιγοσύνδεσμος
- ὀλῐγο-σύνδεσμος, ον,A sparing of conjunctions,
ἁρμονία D.H.Comp. 22
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁρμονία D.H.Comp. 22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγοσύνδεσμος — ὀλιγοσύνδεσμος, ον (Α) (για φρ.) αυτός που έχει λίγους συνδέσμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + σύνδεσμος … Dictionary of Greek
ὀλιγοσύνδεσμος — sparing of conjunctions masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek